- ἐναναστρέφομαι
- ἐναναστρέφομαι, [voice] Pass.,A to be conversant with,
τινί Aristox.
ap. Stob. 3.1.49, Hsch. s.v. ἐγκαλινδεῖται.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινί Aristox.
ap. Stob. 3.1.49, Hsch. s.v. ἐγκαλινδεῖται.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναναστρέφομαι — ἐναναστρέφομαι (Α) καταγίνομαι, ασχολούμαι, ενδιατρίβω … Dictionary of Greek